- τεσσαρακαιδεκαδωρος
- τεσσαρακαιδεκάδωροςτεσσᾰρᾰκαιδεκά-δωρος2размером в 40 доров (т.е. ок. 3 м)
(δέρμα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δέρμα Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τεσσαρακαιδεκάδωρος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει μήκος δεκατεσσάρων παλαμών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρακαίδεκα + δῶρον «παλάμη» (πρβλ. πεντά δωρος)] … Dictionary of Greek
τεσσαρακαιδεκάδωρα — τεσσαρακαιδεκάδωρος fourteen hand breadths long neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)